στύψιμο

στύψιμο
τό
1) выжимание, выдавливание; 2) перен. напряжение (ума, памяти); 3) иссякание; исчерпание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στύψιμο" в других словарях:

  • στύψιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στύβω, συμπίεση ενός πράγματος για την αφαίρεση τού υγρού ή τού χυμού που περιέχει (α. «το στύψιμο τών ρούχων» β. «το στύψιμο τών πορτοκαλιών») 2. μτφ. εξάντληση, ξεζούμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυψ τού αόρ …   Dictionary of Greek

  • στύψιμο — το πίεση για εξαγωγή χυμού ή άλλου υγρού: Στύψιμο του λεμονιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • λεμονοστύφτης — ο γυάλινο, πλαστικό ή μεταλλικό σκεύος για στύψιμο λεμονιών …   Dictionary of Greek

  • λεμονοστύφτης — ο σκεύος για το στύψιμο του λεμονιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεμονόκουπα — η το μισό λεμόνι μετά το στύψιμο: Της πετάξανε λεμονόκουπες γιατί τραγούδησε παράφωνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»